- κολαουζιέρης
- ο(σε σπογγαλιευτικό πλοίο) ο ναύτης που στέκεται στο πρωραίο κατάστρωμα και επικοινωνεί διά μέσου τού κολαούζου με τον δύτη ο οποίος έχει καταδυθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολαούζος, με τη σημ. 4. + κατάλ. -ιέρης (< ιταλ. -iere), πρβλ. κοινον-ιέρης, πορτ-ιέρης].
Dictionary of Greek. 2013.